κυλίνδρισμα

κυλίνδρισμα
το [κυλινδρίζω]
γεωργική εργασία κατά την οποία ένας ειδικός βαρύς σιδερένιος κύλινδρος περνά πάνω στο οργωμένο και σβαρνισμένο χωράφι και τό ομαλύνει συντρίβοντας τις συμπαγείς χωμάτινες μάζες του, τους βώλους του, και συμπιέζοντας την επιφάνειά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυλίνδρισμα — το, ατος συμπίεση και ισοπέδωση της επιφάνειας του εδάφους με περιφορά βαριού κυλίνδρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”